κατασοβαρεύομαι — (AM) καταφρονώ κάποιον, τού συμπεριφέρομαι αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + σοβαρεύομαι «συμπεριφέρομαι αλαζονικά»] … Dictionary of Greek
σελλίζομαι — Α μεσ. 1. φέρομαι αλαζονικά, κομπάζω 2. (κατά τον Ησύχ.) «σελλίζεσθαι ψελλίζεσθαι, τινὲς δὲ σελλίζει άλαζονεύει». [ΕΤΥΜΟΛ. < ψελλίζομαι (< ψελλός). Η ερμηνεία που έχει δοθεί στη λ. «κομπάζω, φέρομαι αλαζονικά» είναι ευκαιριακή παραφθορά τής … Dictionary of Greek
συγκατατρυφώ — άω, Μ φέρομαι αλαζονικά από κοινού. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + κατατρυφώ «φέρομαι αλαζονικά, χλευάζω»] … Dictionary of Greek
υπερεντρυφώ — άω, Α φέρομαι πολύ αλαζονικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἐντρυφῶ «φέρομαι αλαζονικά, περιφρονητικά»] … Dictionary of Greek
αντιφρυάσσομαι — ἀντιφρυάσσομαι (Α) 1. (για ίππους) ανταποδίδω χρεμέτισμα 2. μτφ. (για ανθρώπους) συμπεριφέρομαι αλαζονικά σε αλαζόνα … Dictionary of Greek
αρχοντοπιάνομαι — 1. προσπαθώ να φαίνομαι αρχοντάνθρωπος ή πλούσιος ενώ δεν είμαι 2. επιδιώκω σχέσεις με την ανώτερη τάξη 3. συμπεριφέρομαι αλαζονικά … Dictionary of Greek
ατασθάλλω — ἀτασθάλλω (Α) [ατάσθαλος] είμαι ατάσθαλος, φέρομαι αλαζονικά … Dictionary of Greek
γιγαντιώ — γιγαντιῶ ( άω) (Μ) συμπεριφέρομαι αλαζονικά, σαν Γίγαντας … Dictionary of Greek
δυσαυχής — δυσαυχής, ές (Α) αυτός που καυχιέται αλαζονικά ή ενοχλητικά … Dictionary of Greek
εντρυφώ — (Μ ἐντρυφῶ, άω) βρίσκω ευχαρίστηση, απόλαυση, τέρψη σε κάποια απασχόληση αρχ. μσν. διασκεδάζω σε βάρος κάποιου αρχ. 1. απόλ. είμαι ή φαίνομαι τρυφηλός 2. φέρομαι περιφρονητικά ή αλαζονικά σε κάποιον, τόν εμπαίζω 3. παθ. ἐντρυφῶμαι γίνομαι στόχος… … Dictionary of Greek